Θεού επιτρέποντος.

 

Σε ένα από τα αγαπημένα μου πολεμικά παιχνίδια στον υπολογιστή (1), βρέθηκα να συμμετέχω στην παρακάτω αποστολή: έχοντας διεισδύσει ως μυστικός πράκτορας σε μια ομάδα αδίστακτων μισθοφόρων, το σενάριο μας θέλει να εισβάλλουμε σε μια κατάμεστη αίθουσα αεροδρομίου και έκπληκτος διαπιστώνω ότι οι «σύντροφοί» μου αρχίζουν να πυροβολούν αδιάκριτα καταπάνω στο άμαχο πλήθος. Στόχος μας να μη μείνει κανένας ζωντανός. Είμαι αναγκασμένος να τους συνδράμω, ώστε να μην αποκαλυφθεί ο πραγματικός μου ρόλος, κι ωστόσο παρ’ ότι ξέρω ότι δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, κάθομαι και κοιτάζω αποσβολωμένος. Δεν πιστεύω στα μάτια μου ότι βλέπω αυτό ακριβώς το θέαμα και μάλιστα σε ένα παιχνίδι ευρείας κυκλοφορίας. (2)

εξέλιξη - χιούμορ

Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, απλά παρακολουθούσα τη σφαγή χωρίς να βγάζω άχνα. Σιγά σιγά συνήθιζα. Στην πορεία άρχιζα κιόλας να εκλογικεύω. Έλεγα πως δεν είναι τίποτα, παρά μονάχα ένα παιχνίδι και πως πρέπει να ολοκληρώσω επιτυχώς άλλη μια πίστα. Ξεκίνησα από την αρχή. Τώρα πια ήξερα τι να περιμένω. Βάλθηκα κι εγώ να πυροβολώ. Στην αρχή δειλά καταμεσής στο απρόσωπο πλήθος. Υπήρχε σε αυτό ένα αδικαιολόγητο άλλοθι ανωνυμίας, κάτι που το καθιστούσε λιγότερο επώδυνο. Λίγο λίγο ξεθάρρευα. Πυροβολούσα πλέον συγκεκριμένα άτομα. Παρ’ όλα αυτά, είχα ακόμη εκείνο το αόριστο συναίσθημα ενοχής, σαν δηλαδή κάποιος να με παρακολουθεί πάνω απ’ τον ώμο μου και να με κατακρίνει. Μερικά λεπτά αργότερα, αναπόφευκτα, μέσα σε μια λίμνη ψηφιακού αίματος, αποτελείωνα με απόλυτη φυσικότητα – γιατί όχι και με ένα συναίσθημα «άρρωστης» απελευθέρωσης και δύναμης – ακόμη κι εκείνους που σέρνονταν ψυχορραγώντας. Τι είχε συντελεστεί, λοιπόν; Τι ήταν αυτό που με είχε μετατρέψει από σοκαρισμένο θεατή σε παθιασμένο δολοφόνο;

Σε μια πρόχειρη ενδοσκόπηση, θαρρώ δύο πράγματα. Το ένα ήταν η «αντικειμενοποίηση» των στόχων μου. Με άλλα λόγια, θεωρούσα πως δεν πυροβολώ πλέον αληθινά, ανθρώπινα πλάσματα, παρά στοιχεία ενός έξυπνου προγραμματισμού, αντικείμενα εικονικά που περιφέρονταν απλά ως κινούμενοι στόχοι. Είχα δηλαδή αποξενωθεί απολύτως από τα θύματα. Κι αναρωτήθηκα μήπως αυτός είναι ακριβώς κι ο λόγος, που καθιστά πολλά άτομα ικανά να αποδεκατίζουν αμάχους, με μια φυσικότητα που ανατριχιάζει. Το δεύτερο ήταν εκείνη η ακαταμάχητη περιέργεια, η «αρρωστημένη» ηδονή του να μπορείς να νιώσεις ατιμώρητα μια πράξη ειδεχθή, μια πράξη που διαφορετικά δε θα είχες τη δυνατότητα να βιώσεις. Η τιμωρία εδώ μπορεί να νοηθεί, φυσικά, και ευρύτερα: όχι μόνο υπό την ποινική της έννοια, αλλά και σαν την αποπληρωμή των ίδιων μας των ενοχών. Η προσέγγιση και γιατί όχι και η υπέρβαση των προσωπικών μας ορίων (πνευματικών, ψυχικών και σωματικών) είναι μια πρόκληση που γοητεύει πολλούς από εμάς. Η τελευταία συνιστά την ύστατη «απελευθέρωση» από τα νοητικά ταμπού: φόνος, αιμομιξία, κανιβαλισμός και πάει λέγοντας. Αυτή η απελευθέρωση δε συνιστά ούτε ψυχική διαστροφή, ούτε πρωτογονισμό, αλλά τη φυσική κλίση ενός νου που έπαψε πια να φοβάται, τουλάχιστον, την ίδια του τη σκέψη. Η ηθική αυτή χειραφέτηση με κάνει, τελικά, να υποψιάζομαι ότι υπάρχει μονάχα μία τίμια και συνεπής ηθική. Όχι αυτή που επιβάλλεται με την πρόληψη μιας πράξης, παρά εκείνη που κυοφορείται μέσα από τις συνέπειες της. Δηλαδή, μια ηθική που ακολουθεί το τετελεσμένο. Αναπόφευκτα, παρατώντας κάποια στιγμή το παιχνίδι, στο μυαλό μου αναδύθηκαν ξανά οι τετριμμένες απορίες για το τι είναι ικανός ή όχι, τελικά, ο Άνθρωπος.

«Αγάπα και κάνε ό,τι θες» έλεγε ο Άγιος Αυγουστίνος. Αλλά και πάλι, με αυτόν τον τρόπο, περιχαράκωσε την πράξη, έστω κι αν το συρματόπλεγμα ήταν φτιαγμένο από μετάξι. Φυσικά, υπό μια έννοια, η ρήση ετούτη καθιστά την αγάπη όριο λύτρωσης κι απελευθέρωσης, αντί εγκλωβισμού και νομοτέλειας. Σα να λέμε, η γραμμή που σέρνουμε με το διαβήτη γίνεται όχι για να οριστεί αυτό που περικλείεται στο εσωτερικό του κύκλου, αλλά για να υποδειχθεί το απροσδιόριστο που εκτείνεται πέρα από αυτόν. Αλλά υπάρχει ένα σημείο ως προς το οποίο εξακολουθούμε να παραμένουμε το ίδιο αδιαφώτιστοι με πριν: τι συμβαίνει με όσους δεν αγαπούν ή με όσους αγαπούν σε διαφορετικούς βαθμούς (αν καταφέρναμε να μετρήσουμε βεβαίως την ψυχή); Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτός που δεν αγαπά αρκετά, που αγαπά «λάθος» ή κι ακόμη που δεν αγαπά καθόλου (αν αυτό είναι δυνατόν); Ή, σύμφωνα με μια άλλη ανάγνωση, μέχρι πού του είναι «επιτρεπτό» να φτάσει, ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό;

Παλεύει με την ηθική και τις λέξεις ο Ιβάν Καραμάζοβ, τουλάχιστον έτσι τον θέλει ο Ντοστογιέφσκι. Αν ο Νίτσε «σκότωσε» το Θεό, ο Ιβάν είναι εκείνος που μαζί με το πτώμα ανακαλύπτει και τη δυσωδία της αποσύνθεσης: «Μόλις πριν από πέντε μέρες, [μιλάει άλλος για τον Ιβάν] σε μια συγκέντρωση, [...] δήλωσε πανηγυρικά σε μια συζήτηση πως σ’ όλη τη γη δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μπορεί να αναγκάσει τους ανθρώπους ν’ αγαπήσουν τους όμοιούς τους, πως δεν υπάρχει κανένας φυσικός νόμος που ν’ αναγκάζει τον άνθρωπο ν’ αγαπάει την ανθρωπότητα και πως, αν υπάρχει και υπήρχε ως τα τώρα αγάπη στον κόσμο, αυτό δεν έγινε από κανένα νόμο της φύσης, μα μόνο και μόνο γιατί ο άνθρωπος πίστευε στην αθανασία του. [...] έτσι που αν λείψει από την ανθρωπότητα η πίστη για την αθανασία της, θα εξαφανιστεί αμέσως όχι μονάχα η αγάπη μα και η απαραίτητη δύναμη για τη συνέχιση της παγκόσμιας ζωής. [...] σε μια τέτοια περίπτωση δε θα υπάρχει πια τίποτα ανήθικο, όλα θα επιτρέπονται, ακόμα κι η ανθρωποφαγία» (3).

Είμαστε έτοιμοι να θρηνήσουμε απελπισμένοι. Ναι, λοιπόν! το λογικό αυτό επιτάσσει: όλα επιτρέπονται, ακόμα κι η ανθρωποφαγία! Ας μην παρασυρόμαστε όμως σε εύκολα συμπεράσματα. Ευθύς, ως ετέθη ο αρχικός προβληματισμός, τρία σημαντικά ερωτήματα ορθώνονται επιτακτικά μπροστά μας. Αν δεν απαντηθούν, ο συνειρμός του Ιβάν καταλήγει ένα απλό τσιτάτο, που εντυπωσιάζει ή τρομάζει μόνον πρόσκαιρα. Μια απλή χειραφέτηση από τη θρησκεία (όχι μικρής σημασίας φυσικά) με τη χαρά ενός μικρού παιδιού που σκότωσε, επιτέλους, τον αυταρχικό πατέρα του κι αισθάνεται – αυταπατούμενο βέβαια – πως δεν ορθώνεται πλέον κανένα «εμπόδιο» στην εξάσκηση της αυτοδιάθεσής του. Αν δεν υπάρχει Θεός, λοιπόν, τότε όλα επιτρέπονται. Όμως… (α) για ποιο Θεό εννοούμε ότι δεν υπάρχει, (β) αν ελλείψει Αυτού, το «όλα επιτρέπονται» σημαίνει επίσης και πως «όλα γίνονται» και (γ) αν η ανθρώπινη ηθική δράση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός Θεού, για να αποκτήσει ένα κάποιο νόημα.

α. Καταρχάς, η διαπίστωση πως όλα επιτρέπονται ελλείψει Θεού παραπέμπει αναμφισβήτητα στην αντίληψη ενός αυστηρού Νομοθέτη και Τιμωρού, σ’ ένα φόβητρο–κατάλοιπο της Παλαιάς Διαθήκης, απ’ το οποίο εν τέλει ευτυχώς απαλλαχθήκαμε. Σημαίνει, αντιστρόφως, ότι παρουσία Του θα υπήρχαν χωρίς αμφιβολία ένα σωρό περιορισμοί και απαγορεύσεις, συνάμα φυσικά με τις αντίστοιχες ποινές. Ωστόσο, αυτές δεν είναι φυσικά προϋποθέσεις ελευθερίας βούλησης. Προκειμένου να υπάρξει η τελευταία, ο «ανανεωμένος» Θεός της Καινής Διαθήκης θα έπρεπε αναπόφευκτα να επιτρέπει τα πάντα. Όπως επεσήμανε κι ένας επιζήσας Εβραίος, από στρατόπεδο συγκέντρωσης: «ο Θεός παραχωρώντας ελευθερία στα πλάσματά Του, αναπόφευκτα, παραχώρησε και κάτι απ’ την παντοδυναμία Του». Το ουσιαστικό τελικά είναι πως ο άνθρωπος καθίσταται πραγματικά ελεύθερος, άρα υπεύθυνος, τότε και μόνο τότε όταν του παραχωρηθεί κάθε δυνατότητα δράσης. Θαρρώ είναι ξεκάθαρο πως το γεγονός του να είναι κανείς τίμιος, σε μια κοινωνία όπου απαγορεύεται και ποινικοποιείται η κλοπή, δεν καθιστά αυτόν αληθινά ηθικό ή ενάρετο.

Αλλά σε αυτό το σημείο αναρωτιόμαστε, αναπόφευκτα: αν δεν υπάρχει Θεός λοιπόν τότε ποιος ορίζει πλέον το επιτρεπτό και το ανεπίτρεπτο; Τι νόημα μπορεί να έχει η φράση «όλα επιτρέπονται»; Από ποιον ή από τι; Να πούμε από τη Μητέρα Φύση; Όμως η φύση, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, αποτελεί γενικά ένα αμοραλιστικό πλαίσιο. Δεν μπορεί να κριθεί με ηθικούς όρους, κάτι το οποίο στερείται προθέσεων. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τη βιολογία μας, από την υλική μας ύπαρξη σ’ ένα συγκεκριμένο υλικό κόσμο, δεν είναι ούτε για το καλό, ούτε για το κακό. Απλώς είναι. Η ερώτηση μοιάζει άστοχη, όμως η απάντηση είναι ίσως προφανής: ποιος απομένει παρά ο ίδιος ο άνθρωπος, ώστε να επωμιστεί όλα τα βάρη και τις αβεβαιότητες, όλη την ευθύνη της δράσης ή της αδράνειας, όλο τον τρόμο του καλού και του κακού (ή τη λύτρωση από αυτά); Ποιος απομένει παρά εμείς; Σε μας εναπόκειται η εξουσία της ύπαρξης, αν μπορεί να θεωρηθεί εξουσία μια τόσο θλιβερή νίκη. Τα έχουν κουβεντιάσει όμως από καιρό, όλα ετούτα περί προσωπικής ευθύνης, με μια πικρή διαύγεια οι υπαρξιστές φιλόσοφοι (και όσοι φέρονται ως τέτοιοι).

Αλλά μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το παράδοξο είναι τελικά πως τότε μονάχα είναι θεμιτό να μιλάμε για επιτρεπτό και μη, όταν δηλαδή ο Θεός δεν υπάρχει και όχι το αντίθετο. Αν, δηλαδή, εξαιρέσουμε τους φυσικούς περιορισμούς, τότε στο πεδίο της επίγειας δράσης δεν απομένει παρά μόνος ο άνθρωπος να οριοθετήσει τις πράξεις του, μόνος αυτός κριτής και τιμωρός. Άρα, ίσα–ίσα, ακριβώς γιατί/αν δεν υπάρχει Θεός είναι που δεν επιτρέπονται τα πάντα! Η απουσία του Θεού καθαυτή είναι που «επιτάσσει» την έναρξη της απαγόρευσης. Κι αν όλα αυτά αγγίζουν λίγο τα όρια της σοφιστείας, δεν πειράζει, καθότι καθιστούν πρόδηλο πως εμείς οι άνθρωποι τα φέρνουμε συχνά κατά πως θέλουμε, μες το μυαλό μας. Αλλά στοιχειοθετούν επίσης και την έναρξη της ευθύνης μας, καθώς μια πλευρά του προβλήματος έγκειται στο γεγονός πως, ενώ Θεός – άρα και νομοθέτης – θα ήταν ένας και μοναδικός, οι άνθρωποι είναι έξι δισεκατομμύρια. Κι έτσι ο καθένας ή κάθε ευρύτερη ομάδα επιτρέπει και απαγορεύει, κατά το δοκούν, τα πιο ετερόκλητα πράγματα. Σ’ αυτό τον Πύργο της Βαβέλ το πρόβλημα δεν είναι πως ο καθένας έχει τη δική του γλώσσα, αλλά πως χάθηκε η μία κοινή, εκείνη της αγάπης (αν υπήρχε φυσικά ποτέ για να χαθεί). Το τρομαχτικό, τελικά, δεν είναι πως όλα επιτρέπονται, μα το εντελώς αντίθετο, δηλαδή το πόσο λίγα επιτρέπονται. Είναι πως μέσα στο χάος της ανθρώπινης ηθικής πάλης, χάσαμε και το μέτρο του Θεού, χάσαμε και το μέτρο του Ανθρώπου. Στο λαβύρινθο του ηθικού, προσανατολιζόμαστε πια με κυρίαρχο μέτρο εκείνο της τιμωρίας, του προσωπικού απωθημένου ή της δειλίας μας, με άλλα λόγια άβουλα.

β. Το δεύτερο ερώτημα πηγάζει από την – κατ’ εμέ – παρεξήγηση πως στην περίπτωση που όλα επιτρέπονται αυτό συνεπάγεται αναπόφευκτα πως επίσης όλα είναι δυνατά. Αλλά ακόμη κι έτσι, ακόμη και μια απειρία δυνατοτήτων δεν συνεπάγεται, σε καμία περίπτωση, μια απειρία ή μια ισοτιμία πιθανοτήτων. Όλα ετούτα, τουλάχιστον στο μυαλό το δικό μου – επιτρεπτό, μπορετό, πιθανό – είναι έννοιες αλληλένδετες, όχι όμως και ισοδύναμες. Εδώ όμως χρειάζεται να κάνουμε έναν κάποιον διαχωρισμό, καθώς διαφέρει όταν μιλάμε για την ανθρωπότητα σαν όλον, απ’ όταν μιλάμε για τον άνθρωπο σαν άτομο. Γιατί ενώ αναμφίβολα η ανθρωπότητα σαν όλον μπορεί όντως να κάνει τα πάντα, ωστόσο το κάθε ανθρώπινο πλάσμα ξεχωριστά, παρ’ ότι μπορεί να κάνει πολλά, επίσης αναμφίβολα δεν μπορεί να κάνει τα πάντα. Αλλά ο προβληματισμός του Ιβάν δεν αποτελεί καμιά ιδιαίτερη έμπνευση, όταν μιλάμε για την ανθρωπότητα. Σχεδόν εξαντλείται στην επιφάνεια των πραγμάτων, με την ανακάλυψη του αυτονόητου. Καλώς ήρθατε στον πλανήτη Γη, όπου τα πάντα είναι δυνατά, όπου δισεκατομμύρια πλάσματα – ανθρώπινα και μη – έχουν υποστεί κάθε λογής ακρότητα, έχουν ψυχορραγήσει πνιγμένα στο ίδιο τους το αίμα, βιασμένα, ξεκοιλιασμένα, διαμελισμένα, διασυρμένα σε οποιαδήποτε διάσταση της ύπαρξης. Ο Ιβάν απλά ταρακουνάει αυτόν που λαγοκοιμάται ακόμη, στην μικροαστική του κουβερτούλα.

Αλλά πιο πέρα, μια άλλη ανησυχία αναδύεται περισσότερο επιτακτική και τρομαχτική κι αυτή αφορά στο άτομο, στο τι είναι ικανός να πράξει ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά. Ο άνθρωπος εκείνος που περπατάει δίπλα μας, που μοιραζόμαστε μαζί του τη θέση στο λεωφορείο ή στην ουρά της τράπεζας, ο άνθρωπος που γίνεται γείτονάς μας, φίλος μας ή σύντροφός μας. Αυτόν τον ξένο που στέκεται στο ένα μέτρο απέναντί μας, είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να τον εξακοντίσουμε σε μιαν απόσταση σχεδόν άπειρη και γι’ αυτό αγεφύρωτη. Αρκεί μια σκέψη, ένας ελάχιστος σκοτεινός συνειρμός και η λεπτή, κοινωνική μας επίφαση συντρίβεται σε θρύψαλα. Αλλά αυτός ο ξένος δεν είναι ικανός να κάνει τίποτε περισσότερο απ’ ότι είμαστε ικανοί να κάνουμε κι εμείς οι ίδιοι. Αλλά εμείς προχωράμε αλώβητοι και αστιγμάτιστοι. Μέσα απ’ το καλά οχυρωμένο μας απυρόβλητο επικρίνουμε και συνοφρυωνόμαστε με το παραμικρό, όμως στην πραγματικότητα αυτό που φοβόμαστε στον άλλο δεν είναι το άγνωστο, μα ακριβώς το αντίθετο: αυτό που καταλαβαίνουμε και γνωρίζουμε πολύ καλά από τους ίδιους μας τους εαυτούς, μα ουδέποτε παραδεχόμαστε: φθόνος, εκδικητικότητα, υστεροβουλία, λαγνεία κι ούτω καθεξής. Καταλήγουμε σκέτοι υποκριτές, όχι για κανέναν ιδιαίτερα πονηρό, απώτερο στόχο, αλλά από απλή δειλία και μόνο.

Αλλά σ’ ετούτη την απειροστή γωνιά του Σύμπαντός, όπου τα πάντα έχουν ήδη επιτελεσθεί, χάνεται όχι μόνο το οποιοδήποτε ειδικό βάρος του τι επιτρέπεται να πράξει κανείς (τα πάντα), αλλά κι εκείνο του τι δύναται να πράξει κανείς (πολλά). Απείρως ουσιαστικότερο και σκοτεινότερο αναβλύζει ένα άλλο ερώτημα: τι είναι εκείνο που επιλέγει να πράξει κανείς, τελικά, και γιατί.

γ. Το ηθικό, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, δεν ξεκινάει ούτ’ από θεούς, ούτ’ από δαιμόνους, φιλοσοφίες ή δόγματα ιδεολογικά. Το ηθικό έχει ως αφετηρία την πρώτη στιγμή, που η πυρετώδης συνείδηση αμήχανη παίρνει την πρώτη απόφαση πράξης. Αυτή η πρώτη απόφαση, στην οποία υπονοείται προηγηθείσα σκέψη, δηλαδή μια επίγνωση και ένα ζύγισμα, γεννάει την προσωπική ευθύνη και κατ’ επέκταση τον ηθικό άνθρωπο. Τα υπόλοιπα έρχονται δεύτερα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχει πράξη που να είναι ανήθικη, παρά μόνο υπό την έννοια της μη–σκέψης, της δράσης ενός ενστίκτου τυφλού, άρα και ά–ψογου. Το ανήθικο γεννιέται ουσιαστικά μονάχα από τη στιγμή, που η πράξη αρχίζει να οριοθετείται με νόμους και διατάγματα, με δόγματα και θέσφατα, με ποινές και ενοχοποίηση. Έτσι καταντούμε να χαρακτηρίζουμε ως ανήθικες και να διώκουμε πράξεις που απλά αντιβαίνουν σε μια σύμβαση. Πράξεις οι οποίες κατά τ’ άλλα θα μπορούσε να είναι ηθικότατες μέσα στο δικό τους κανονιστικό πλαίσιο. Εκείνος που θα κλέψει μια τράπεζα από απέχθεια ή αντίδραση απέναντι σε ένα σύστημα που απομυζά τους φτωχότερους, θεωρείται στυγνός εγκληματίας, παρά το γεγονός ότι συχνά η πράξη του αυτή μπορεί να αποτελεί μια άκρως ηθική κίνηση. Το θέμα δεν είναι ότι σχεδιάσαμε ένα μέσον όρο ηθικής και του πατήσαμε μια σφραγίδα σε κάποιο κοινοβούλιο, παρά πως εξιδανικεύσαμε και δογματίσαμε τούτο το έκτρωμα. Απονεκρώσαμε το σφρίγος και την πλαστικότητα του ηθικού αισθήματος, καθιστώντας τό επικίνδυνο, καθιστώντας τό θρησκεία. Κρυφτήκαμε θρασύδειλα πίσω από τα νομοθετήματα, γιατί μάθαμε να φοβόμαστε την ανθρωπινότητά μας. Ουδέποτε καταφέραμε να κοιτάξουμε τη σκοτεινή καρδιά μας με τιμιότητα κι έτσι να καλλιεργήσουμε την ηθική μας κρίση.

Αυτή η ηθική ελευθερία μας τρομάζει, ακόμη και σαν σκέψη. Αναζητούμε με πάθος μιαν «ανθρώπινη φύση», που να επιβεβαιώνει τις προσδοκίες μας. Όμως αυτό το μυστηριώδες γονίδιο της καλοσύνης και του αλτρουισμού, ίσως απλά να μην υπάρχει. Στο κάτω–κάτω η ύπαρξή του μας είναι τελικά αδιάφορη. Η φύση που μας ενδιαφέρει και πρέπει αναπόφευκτα ν’ αποδεχτούμε είναι καταρχήν μια φύση, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τις πράξεις των ανθρώπων. Με αυτό το κριτήριο, ασχέτως φροϋδισμών, δαρβινισμών, εξελικτικής βιολογίας και ψυχολογίας, ασχέτως γονιδίων ή επίκτητων ιδιοτήτων υπάρχει ένας ξεκάθαρος, ένας πρόδηλος φαινότυπος της ανθρωπότητας κι αυτός δεν χωράει εξωραϊσμούς: καταστρέφουμε, βιάζουμε, φονεύουμε, διαμελίζουμε, απαξιώνουμε, λεηλατούμε, πυρπολούμε, εκμεταλλευόμαστε κι ένα σωρό άλλα ρήματα, τα οποία μου διαφεύγουν (θα μου επιτρέψετε να επιμείνω, χάριν του επιχειρήματος, στην αρνητική μόνο πλευρά). Φαίνεται δηλαδή από αφελές μέχρι και ανόητο, κάθε που ακούω τον τάδε ή το δείνα να παλεύει με την ανθρωπολογία και τη βιολογία προκειμένου ν’ αποδείξει αν ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για το καλό ή για το κακό. Όταν είμαστε ικανοί για όλα φαίνεται προφανές πως είμαστε επίσης «φτιαγμένοι» για όλα.

Αλλά με αυτά ως δεδομένα, ο τόσος φόβος μας απέναντι σ’ ένα κόσμο όπου τίποτε, οσοδήποτε απεχθές, δεν αποκλείεται από τον ορίζοντα των πιθανοτήτων, φαντάζει εντέλει δικαιολογημένος. Πιστεύω ότι η λογική μας σκέψη ξεκινάει από ανεπαρκή αξιώματα. Το λάθος μας είναι ότι τα ξεκινήσαμε όλα ανάποδα. Πρώτα μας έμαθαν να κοιτάμε ψηλά, να θαυμάζουμε και να ονειροβατούμε στα ανέφικτα λιβάδια του ιδανικού (ή του εξιδανικευμένου) και κατόπιν μας αποκάλυψαν τη στέρφα και κακοτράχαλη γη στην οποία ξεσκίζουμε τα γόνατα και τα χέρια μας. Κι έτσι μισήσαμε, αναπόφευκτα, ως βρώμικο και απεχθές αυτό που πραγματικά είμαστε. Αλλά έτσι μισώντας, απωθήσαμε την πλευρά μας εκείνη που βρίσκεται πιο σιμά σε κάποιαν αλήθεια ∙ αυτή με τις άπειρες δυνατότητες, ακόμη και τις αποκρουστικές. Φανταστήκαμε τους εαυτούς μας σαν κάτι διαφορετικό, «φωτεινότερο» και «υψιπετές», αυταπατώμενοι αν όχι υποκρινόμενοι. Αλλ’ ό,τι απωθείται έχει την εκπληκτική ικανότητα να επανέρχεται ξανά και ξανά στο προσκήνιο, θυμίζοντάς μας διαρκώς αυτό ακριβώς που επιθυμούμε να ξεχάσουμε: τα ματωμένα χέρια μας, τα νεκρά μας παιδιά, τα βρώμικα και διαρκώς παλλόμενα γεννητικά μας όργανα, τις απεκκρίσεις και το μίσος μας. Όμως, επιλέγοντας να παραμένουμε τυφλοί δεν έχουμε ελπίδα να προχωρήσουμε ούτε βήμα πιο κοντά στη συγγνώμη, κι ο λόγος του Ιβάν Καραμάζοβ θα φαντάζει στοιχειωμένος κι απλησίαστος, όταν θα έπρεπε να είναι απλώς ένα από τα προφανέστερα πράγματα στον κόσμο.

 

Είναι εύκολο να μιλάμε για ηθικολογίες, όταν γνωρίζουμε μόνο ένα ελάχιστο κλάσμα από το αληθινό πρόσωπο του Ανθρώπου. Πολλοί από εμάς, γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε κάποια τυπική μεσοαστική οικογένεια, σε μια τυπική και ουδέτερη κοινωνία, με αμβλυμμένες αντιθέσεις, συγκεχυμένα ιδεολογικά σχήματα και – προπαντός – σε μια περίοδο σχετικής ειρήνης, δεν έχουμε έρθει αντιμέτωποι, ως επί το πλείστον, με το σκληρό πρόσωπο των ανθρώπων. Δεν έχουμε, για παράδειγμα, δει να βιάζουν και να σφαγιάζουν μανάδες και αδερφές μπροστά στα ίδια μας τα μάτια, δεν έχουμε κρατήσει καρβουνιασμένα κούτσουρα που κάποτε ήταν τα πόδια παιδιών, ούτε έχουμε τρεκλίσει ανάμεσα σε μάζες αποσυντεθειμένων ανθρώπων με τον οργασμό των σκουληκιών εκκωφαντικό, μέσα στην τρέλα. Πράγματα που αποτελούν «κοινό τόπο» σε άλλα μέρη του κόσμου, δεν παραμένουν για μας παρά μακρινές και ανατριχιαστικές διηγήσεις. Ως εκ τούτου, η ηθική μας αντίληψη παραμένει εξαιρετικά αμβλυμμένη, ίσως ακόμα και αφελής. Εξ’ αποστάσεως, κρίνουμε κι έχουμε άποψη για τα πάντα, σα μάρτυρες σε κάποιο φόνο στον οποίο ούτε καν παραβρεθήκαμε. Λέμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του κι ωστόσο, ουδέποτε αντικρίσαμε με τα ίδια μας τα μάτια το πρόσωπο του φονιά. Το πιο πιθανό, οι πραγματικοί μάρτυρες να στέκονται παράμερα ανίκανοι ν’ αρθρώσουν λέξη, ηθικά αμήχανοι και απογυμνωμένοι – αν δεν είναι φονιάδες και οι ίδιοι. Έτσι όμως το μόνο που καταφέρνουμε είναι να επιβάλλουμε τα δικά μας ιδεολογήματα στον κόσμο, αντί να παραμείνουμε ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων που ο κόσμος στέλνει σε μας.

Ο Ιβάν αποφαίνεται κυνικά πως «[...] σ’ όλη τη γη δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μπορεί να αναγκάσει τους ανθρώπους ν’ αγαπήσουν τους όμοιούς τους [...]». Ευτυχώς, του απαντάμε με αγαλλίαση, διαφορετικά η αγάπη μας σαν πρακτική ανελεύθερη θα έπαυε να χτίζει γέφυρες και να κυοφορεί την ελπίδα, θα έπαυε να είναι μια υπόσχεση παρά θα χανόταν σαν ένα χρέος ακόμη, μέσα στ’ άλλα χρέη. Μα ακόμη κι αυτό «[...] πως, αν υπάρχει και υπήρχε ως τα τώρα αγάπη στον κόσμο, αυτό δεν έγινε από κανένα νόμο της φύσης, μα μόνο και μόνο γιατί ο άνθρωπος πίστευε στην αθανασία του» είναι σφαλερό. Θα λέγαμε το ακριβώς το αντίθετο: μόνο και μόνο γιατί ο άνθρωπος δεν ξεπέρασε και δεν πίστεψε ούτε στιγμή, στο εσώτερο βάθος του – παρ’ όλα τα σχήματα και τις βεβαιότητες των θρησκειών – το φόβο του θανάτου και τη ματαιότητα της ύπαρξης. Αν για κάποιον λόγο εξακολουθούμε ν’ αγαπούμε και να παλεύουμε, με κάθε ατέλεια και μικρότητα, δεν είναι παρά γιατί μπροστά στον εκμηδενισμό του ύστατου τέλους, το μόνο που βρίσκουμε απτό για να σταθούμε από τον ίλιγγο είναι ο ένας τον άλλο. Όχι μονάχα γιατί κι ο Θεός στέκει «μακριά» μας δυσπρόσιτος και ουτοπικός (τουλάχιστον απ’ τη δική μου οπτική), αλλά γιατί κι εμείς στεκόμαστε απέναντί Του, γεμάτοι αμφιβολίες. Πού να πιαστώ, ν’ αμβλύνω τη μοναξιά μου, να οξύνω τη χαρά και την ευδαιμονία μου, παρά στον πλησίον μου; στον άνθρωπο που συναναστρέφομαι συνεχώς, που μαζί του μοιράζομαι ουρανό και γη, οίνο και ψωμί;

Μια διαφορετική ανάγνωση της πραγματικότητας θα μπορούσε να είναι η εξής: η σύναψη μιας αληθινά ελεύθερης κοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, θα προϋπέθετε την εναπόθεση μιας μορφής εμπιστοσύνης στους άλλους. Η εμπιστοσύνη στον άλλο υπονοεί την παραίτηση μας από οποιοδήποτε καταναγκασμό και αναγνωρίζει στον άλλο οποιαδήποτε ελευθερία. Αναγνωρίζουμε στον αδερφό μας τη δυνατότητα να μας βιάσει, να μας λεηλατήσει, να μας θανατώσει. Ταυτόχρονα όμως με τη δυνατότητα εναποθέτουμε στους ώμους του και την ευθύνη της δύναμής του. Η εμπιστοσύνη αυτή δεν είναι εκείνη ενός αφελούς, που θαρρεί όλον τον κόσμο όμορφο, ηθικό κι αγγελικά πλασμένο, αλλά εκείνη κάποιου που με τα μάτια ολάνοιχτα επενδύει στην ελπίδα μιας υπόσχεσης. Όταν ο Χριστός πρότεινε και το άλλο μάγουλο, ουσιαστικά δεν αναγνώριζε μόνο μια παθητική στάση αγάπης, μια παθητική μη–συμμετοχή στη βία ή μια ομφαλοσκοπική καρτερικότητα σωτηρίας. Ταυτόχρονα, με μια κρυστάλλινης καθαρότητας δυναμική, αναγνώριζε σε όποιον στεκόταν απέναντί Του δικαιώματα πάνω στο σώμα Του, πάνω στη ζωή Του. Εναπόθετε έτσι ένα μέρος της εμπιστοσύνης του στον άλλο, στο φονιά, στο βιαστή, στο βασανιστή, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό τους όχι κάποιον ειδεχθή και μισητό ξένο, ούτε κάποιο βδέλυγμα της φύσης, παρά τον συνάνθρωπο και αδερφό Του, αν όχι τον ίδιο Του τον Εαυτό.

Έτσι μας πρέπει, κάποτε ν’ αναγνωρίσουμε κι εμείς στο χέρι του δήμιου το δικό μας χέρι, στο στόμα του συκοφάντη τα δικά μας χείλη, στο πρόσωπο του κτήνους το δικό μας βλέμμα. Όχι σαν μια επίπλαστη ποιητική μεταφορά που εξαντλείται λίγο μετά την ανάγνωση αυτής της παραγράφου, αλλά σαν αδήριτη κυριολεξία, ρητή και απόλυτη. Τότε, σαν δηλαδή πάψουμε να θεωρούμε το στυγερό εγκληματία σαν ένα πλάσμα αποκρουστικό και ξένο, αλλά μεταποιήσουμε το φόβο μας από μίσος σε κατανόηση ή θλίψη, τότε ίσως προχωρήσουμε ένα βήμα μπροστά. Ο φονιάς δεν είναι ούτε καλός, δεν είναι ούτε κακός, παρά είναι φονιάς. Σαν ο φονιάς όμως αποφασίζει να δώσει χάρη, θαρρώ πως ένα ρίγος μεγαλοσύνης θα πρέπει να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Μπορεί ίσως και να ντραπεί μια στάλα, μα κατά βάθος είναι κι αυτό μια επιβεβαίωση της εξουσίας και της δύναμής του πάνω στον άλλο. Ακόμη περισσότερο είναι μια επιβεβαίωση της δύναμής του να επιλέγει, κι αυτή η ικανότητα με τη σειρά της είναι το επισφράγισμα της ελευθερίας του. Μέσα από αυτή την συνειδητοποίηση, πως  η ζωή μου εξαρτάται αναγνώστη από σένα και η δική σου από μένα, εκπορεύεται η παραμικρή υπόσχεση ελευθερίας, η ελάχιστη ελπίδα ν’ αγαπήσουμε και να συγχωρέσουμε. Τότε επέρχεται το θαύμα, όχι όταν ο τυφλός βρίσκει το φως του ή ο ανάπηρος ανασηκώνεται στα πόδια του, μα σαν ο φονιάς επιλέγει τη ζωή, σαν ο καταστροφέας πιάνει το μυστρί και χτίζει γιοφύρια.

 

 

(1)       Call Of Duty – Modern Warfare 2

(2)       Η αλήθεια είναι πως το συναίσθημα δεν ήταν πρωτόγνωρο. Πριν μερικά χρόνια, σε παιχνίδι με αυτοκίνητα το οποίο σε μερικές χώρες απαγορεύτηκε, κέρδιζες βαθμούς διαμελίζοντας και πολτοποιώντας τους πεζούς (CarmaggedonI & II). Αργότερα, σε άλλο πάλι παιχνίδι, μπορούσες να κατεβείς απ’ το όχημά σου και να γρονθοκοπήσεις μέχρι θανάτου ακόμη και τις γιαγιάδες, προκειμένου να τις ληστέψεις (Πρόκειται για τη σειρά παιχνιδιών: GrandTheftAuto). Αυτή η σταδιακή κατάρρευση κάθε ηθικού φραγμού σε εικονικά περιβάλλοντα, δηλαδή σε περιβάλλοντα χωρίς ποινικές επιπτώσεις, τείνει να γίνει πλέον δεδομένη στο χώρο, συχνά δε είναι το ζητούμενο και γι’ αυτό επιπλέον επιβραβεύεται. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στον κινηματογράφο. Είναι φανερό φαντάζομαι στους περισσότερους από εμάς πως οι σκηνές βίας γίνονται ολοένα και πιο ωμές, χρόνο με το χρόνο. Και καθώς το κοινό καλλιεργείται και εθίζεται σε αυτές, οι παραγωγοί αναζητούν ολοένα και πιο σοκαριστικές εικόνες προκειμένου να ερεθίσουν την αδρεναλίνη μας.

(3)       «Αδερφοί Καραμάζοβ», Ντοστογιέφσκι, Εκδόσεις Γκοβόστη, Τόμος Ι

 

Αντώνης Κόλλας